- ξαμολώ
- -άω1. αφήνω ελεύθερο κάποιον, ιδίως ζώο, για να ορμήσει ή να πέσει πάνω σε κάποιον, εξαπολύω2. (για πρόσ.) στέλνω κάποιον εσπευσμένα να κάνει κάτι («ξαμόλησε όλους τους άνδρες τής ασφάλειας για να πιάσουν τους τρομοκράτες»)3. μέσ. ξαμολιέμαιορμώ ακάθεκτος, με βιασύνη, ξεκινώ τρέχοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + αμολώ].
Dictionary of Greek. 2013.