ξαμολώ

ξαμολώ
-άω
1. αφήνω ελεύθερο κάποιον, ιδίως ζώο, για να ορμήσει ή να πέσει πάνω σε κάποιον, εξαπολύω
2. (για πρόσ.) στέλνω κάποιον εσπευσμένα να κάνει κάτι («ξαμόλησε όλους τους άνδρες τής ασφάλειας για να πιάσουν τους τρομοκράτες»)
3. μέσ. ξαμολιέμαι
ορμώ ακάθεκτος, με βιασύνη, ξεκινώ τρέχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + αμολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξαμολώ — ξαμόλησα, ξαμολήθηκα, ξαμολημένος 1. αφήνω κάποιον, συνήθ. ζώο, ελεύθερο: Ξαμολήσανε τα σκυλιά και με δάγκωσαν. 2. στέλνω κάποιον να κάνει γρήγορα κάποια δουλειά: Ξαμόλησα το γιο μου να τον βρει και να του μιλήσει. 3. το μέσ., ξαμολιέμαι ξεκινώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξαμόλημα — το [ξαμολώ] 1. το να αφήνεται ένα πρόσωπο ή ζώο ελεύθερο προκειμένου να πάει ή να ορμήσει κάπου 2. η βιαστική αποστολή κάποιου για να εκτελέσει μιαν εργασία …   Dictionary of Greek

  • εξαπολύω — εξαπέλυσα και εξαπόλυσα, εξαπολύθηκα, εξαπολυμένος, μτβ., εξαποστέλλω βιαστικά εναντίον κάποιου, απολύω με ορμή, ξαμολώ: Εξαπολύθηκε ο πύραυλος στο διάστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”